- πολυγλυφής
- -ές, ΜΑ1. (για γλυπτά και αρχιτεκτονικά έργα) αυτός που έχει πολλές γλυπτικές παραστάσεις2. ο στολισμένος με γλυπτικό διάκοσμο («πολυγλυφέων πυλεώνων», Νόνν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -γλυφής (< γλύφω «λαξεύω, σκαλίζω»), πρβλ. νεο-γλυφής].
Dictionary of Greek. 2013.